- ἐξέρχεσθαι
- ἐξέρχομαιgopres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
изыти — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. ἐξέρχεσθαι) выходить, уходить; пройти. … … Словарь церковнославянского языка
εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… … Dictionary of Greek
ἐξέρχεσθ' — ἐξέρχεσθε , ἐξέρχομαι go pres imperat mp 2nd pl ἐξέρχεσθε , ἐξέρχομαι go pres ind mp 2nd pl ἐξέρχεσθαι , ἐξέρχομαι go pres inf mp ἐξέρχεσθε , ἐξέρχομαι go imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)